- απαρνούμαι
- απαρνούμαι, απαρνήθηκα, απαρνημένος βλ. πίν. 74
και πρβλ. απαρνιέμαι
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
απαρνούμαι — κ. απαρνιέμαι (ΑΜ ἀπαρνοῦμαι, έομαι) αρνούμαι τελείως κάτι, αποκηρύσσω, απορρίπτω, εγκαταλείπω νεοελλ. φρ. «απαρνούμαι τα εγκόσμια» περιβάλλομαι το μοναχικό ή ιερατικό σχήμα αρχ. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι … Dictionary of Greek
ἀπαρνοῦμαι — ἀπαρνέομαι deny utterly pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπαρνέομαι deny utterly pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκηρύσσω — (AM ἀποκηρύσσω, Α κ. ττω) 1. απαρνούμαι, αποδοκιμάζω δημόσια 2. αρνούμαι την πατρότητα τέκνου, αποκληρώνω 3. εκκλ. αποκόπτω κάποιον από τη χριστιανική κοινότητα, τον αφορίζω νεοελλ. απαρνούμαι όσα δεχόμουν προηγουμένως αρχ. 1. γνωστοποιώ δημόσια… … Dictionary of Greek
άπαρνος — ἄπαρνος, ον (Α) 1. αυτός που αρνείται τελείως κάτι 2. παθ. αυτός που τον έχουν απαρνηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < απαρνούμαι, με μεταρρηματικό σχηματισμό (πρβλ. έξαφνος)] … Dictionary of Greek
αναίνομαι — ἀναίνομαι (Α) 1. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι, αποκρούω, απορρίπτω με περιφρόνηση ή βδελυγμία 2. απαρνούμαι, αποκηρύσσω, δεν αναγνωρίζω 3. αποφεύγω να κάνω κάτι 4. ντρέπομαι, δυσανασχετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + αἴνομαι «βεβαιώνω, δέχομαι,… … Dictionary of Greek
αναδύομαι — (Α ἀναδύομαι) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού νεοελλ. παρουσιάζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω αρχ. 1. οπισθοχωρώ, υποχωρώ, αποσύρομαι 2. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι, διστάζω, αποφεύγω 3. (για ποταμούς) εκλείπω, αφανίζομαι 4.… … Dictionary of Greek
αναπάρνητος — η, ο [απαρνούμαι] αυτός, τον οποίο δεν απαρνείται ή δεν μπορεί να απαρνηθεί κανείς, ή αυτός που δεν πρέπει κάποιος να τόν αθετήσει … Dictionary of Greek
απαναίνομαι — ἀπαναίνομαι (Α) απαρνούμαι, απορρίπτω … Dictionary of Greek
αποστατώ — (ΑΜ ἀποστατώ, έω) νεοελλ. 1. στασιάζω, επαναστατώ 2. αποσκιρτώ, αποσχίζομαι αρχ. 1. στέκομαι μακριά από κάποιον 2. αποχωρίζομαι, απαρνούμαι 3. λείπω, απουσιάζω 4. ξεμακραίνω, στέκομαι μακριά … Dictionary of Greek
αποτάσσω — κ. τάζω κ. ποτάζω, τάσσω (AM ἀποτάσσω, Α κ. τάττω, Μ κ. ποτάσσω) 1. αποχωρίζω 2. ( ομαι) απαρνούμαι, αποκηρύσσω («ἀπετάξω τῷ Σατανᾷ; ἀπεταξάμην») μσν. νεοελλ. αποκτώ νεοελλ. (για αξιωματικό) τιμωρώ με απόταξη αρχ. μσν. εξουσιάζω αρχ. Ι. 1. αποσπώ … Dictionary of Greek